- paçacı
- is.1. 卖羊(或牛)蹄的人2. 羊(或牛)蹄熟食店
Türkçe-Çince Sözlük. 2014.
Türkçe-Çince Sözlük. 2014.
paçacı — is. 1) Kasaplık hayvanların ayaklarını satan kimse 2) Paça, işkembe pişirilen dükkân … Çağatay Osmanlı Sözlük
πατσατζής — ο 1. αυτός που καθαρίζει και πουλάει ωμούς πατσάδες 2. αυτός που μαγειρεύει πατσά και τόν πουλάει σε ειδικό μαγειρείο, στο πατσατζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pacaci] … Dictionary of Greek